ακουβέντιαστος

ακουβέντιαστος
-η, -ο
1. αυτός που δε συζητήθηκε και δεν κακολογήθηκε: Είναι κορίτσι ακουβέντιαστο.
2. αυτός με τον οποίο δεν μπορεί κανείς να κουβεντιάσει, δύστροπος: Είναι άνθρωπος δύσκολος, ακουβέντιαστος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ακουβέντιαστος — η, ο [κουβεντιάζω] 1. αυτός που δεν τόν κουβεντιάζουν με κακία, που δεν δίνει αφορμή για κουτσομπολιά 2. αυτός με τον οποίο δεν μπορεί κανείς να κουβεντιάσει, ο δύστροπος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”